στημονώδης

στημονώδης
στημονώδης, ες,
A having too much warp, τῆς ὑφῆς τὸ μὴ διεχὲς μηδὲ σ., of a spider's web, Plu.2.966f.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στημονώδης — ες, στημονώδης, ῶδες, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το στημονώδες βοτ. φυλλοειδής δομή που προέρχεται από έναν μεταμορφωμένο στήμονα και αποτελεί στείρο στήμονα ορισμένων ανθέων αρχ. (για τον ιστό τής αράχνης) αυτός που έχει πολλά και …   Dictionary of Greek

  • στημονῶδες — στημονώδης having too much warp masc/fem voc sg στημονώδης having too much warp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”